Λευκάδα: Γιατί άντεξαν στα ρίχτερ κτίρια 150 ετών
Περισσότερες από δέκα ημέρες μετά το φονικό χτύπημα του Εγκέλαδου στο Ιόνιο οι επιστήμονες εξακολουθούν να ασχολούνται με τη Λευκάδα.
Οχι, όμως, μόνο οι σεισμολόγοι. Στο επίκεντρο αρχιτεκτόνων και πολιτικών μηχανικών αναμένεται να τεθούν το επόμενο χρονικό διάστημα τα παραδοσιακά σπίτια της πόλης της Λευκάδας – κτίρια που χτίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα με ένα ιδιαίτερο αντισεισμικό σύστημα που συναντάται σε ελάχιστες περιοχές του κόσμου.
Κατασκευές που μετρούν περισσότερα από 150 χρόνια ζωής βγήκαν αλώβητες από τον πρόσφατο σεισμό, άντεξαν την ισχυρή δόνηση του 2003 και επέζησαν μεγάλων σεισμικών γεγονότων στο παρελθόν, ενώ κτίρια ηλικίας μίας ή δύο δεκαετιών φέρουν εμφανή τα σημάδια των 6,4 Ρίχτερ που εκδηλώθηκαν στις 17 Νοεμβρίου.
Το δομικό τους μοντέλο συνίσταται σε ένα έξυπνο σύστημα μεικτής δόμησης με πέτρες στο ισόγειο και ξύλο στους ορόφους, ενώ στο εσωτερικό των τοίχων του ισογείου υπάρχει δευτερεύων βοηθητικός φέρων οργανισμός από αραιά ξύλινα υποστυλώματα, τα οποία υποβαστάζουν τους ορόφους. Αυτό έχει ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα: ακόμη και αν τμήματα της λιθοδομής στο ισόγειο καταρρεύσουν, το επάνω τμήμα συνεχίζει να στηρίζεται μέχρι να αποκατασταθούν οι βλάβες. Ο αντισεισμικός τρόπος κατασκευής που υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας μέσα από την εμπειρία των παραδοσιακών μαστόρων δοκιμάστηκε στην πράξη το 1825 με τον ισχυρό σεισμό των 6,7 Ρίχτερ που έπληξε τη Λευκάδα και στη συνέχεια κωδικοποιήθηκε σε οικοδομική νομοθεσία.
Υποδειγματικές κατασκευές
Ο πεζόδρομος της Λευκάδας είναι στολισμένος με πολλά δείγματα αυτού του δομικού συστήματος με τον τοίχο του επάνω ορόφου να καλύπτεται συχνά από ραβδωτή λαμαρίνα ώστε να είναι η κατασκευή ελαφρύτερη. Το παλαιό Δημαρχείο και το Γυμνάσιο της Λευκάδας τα οποία είχαν χτιστεί ως κατοικία και τοποτηρητήριο του Αγγλου Αρμοστή θεωρούνται υποδειγματικά έργα αυτού του τρόπου κατασκευής.
Οπως εξηγεί η κυρία Ελλη Βιντζηλαίου, καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, η οποία συμμετέχει στην επιστημονική ομάδα που κατέθεσε τη σχετική ερευνητική πρόταση, «το δομικό αυτό σύστημα δεν συναντάται πουθενά αλλού στον κόσμο, όμως με παραλλαγές τέτοια συστήματα εμφανίζονται στην Πορτογαλία. Είναι η περίφημη casa pombalina, ένας τύπος σπιτιού που ξεκίνησε να φτιάχνεται μετά από έναν καταστροφικό σεισμό που χτύπησε τη Λισαβόνα πριν από 250 χρόνια. Δομικά συστήματα εντοπίζονται επίσης στην Τουρκία και το Ιράν, σε περιοχές δηλαδή όπου το επέβαλε η ανάγκη λόγω σεισμών.
Το εντυπωσιακό είναι ότι ενώ θεωρούσαμε ότι το σύστημα της Λευκάδας δεν συναντάται στην Κεφαλονιά για ιστορικούς λόγους -επειδή εκεί οι ντόπιοι ήταν πιο εύποροι και η αγγλική κατοχή διήρκεσε περισσότερο με αποτέλεσμα να υιοθετηθούν τα βρετανικά κατασκευαστικά πρότυπα- ο σεισμός που έγινε στο νησί τον Ιανουάριο του 2014 έφερε ειδήσεις: όταν ορισμένα σπίτια υπέστησαν κάποιες ζημιές αποκαλύφθηκε ότι είναι χτισμένα με αυτόν τον τρόπο. Είχαν αντέξει τόσα χρόνια, είχαν αντέξει τον μεγάλο σεισμό του 1953 στην Κεφαλονιά και παραμένουν. Ετσι, για πρώτη φορά, κηρύχτηκαν διατηρητέα κάποια κτίρια λόγω δομικού συστήματος».
Η ερευνητική πρόταση έχει κατατεθεί εδώ και λίγους μήνες και στη σύνταξή της συμμετέχουν καθηγητές από το ΕΜΠ και από Πανεπιστήμιο της γειτονικής Ιταλίας. Δεν θεωρείται παράδοξο, αφού το παραδοσιακό αντισεισμικό σύστημα της Λευκάδας έχει προκαλέσει κατά καιρούς το ζωηρό ενδιαφέρον Ευρωπαίων και Ελλήνων επιστημόνων.
Περιγραφές κατοίκων:
Ολόκληροι κορμοί δέντρων τοποθετούνταν στα θεμέλια
Ενδιαφέρουσες περιγραφές του παραδοσιακού τρόπου χτισίματος παρέχουν οι κάτοικοι της Λευκάδας. Από βιβλία που έχουν γραφτεί για τα παλιά σπίτια του νησιού, όπως αυτό του Δήμου Μαλακάση, προκύπτει ότι ολόκληροι κορμοί δέντρων αλείφονταν με κατράμι και πίσσα και τοποθετούνταν στα θεμέλια σε όλο το μήκος και πλάτος της οικοδομής. Προηγουμένως τα ξύλα είχαν τοποθετηθεί στη λάσπη της λιμνοθάλασσας κοντά στη Χώρα. Οι κορμοί σκεπάζονταν με μείγμα τριών διαφορετικών υλικών από ψιλή άμμο, πελεκητές πέτρες και σκόνη πορσελάνης, με αποτέλεσμα η θεμελίωση να κινείται ως ενιαίο σύνολο σε περίπτωση σεισμού.
Στη συνέχεια κατασκευάζονταν οι λίθινοι τοίχοι του ισογείου, στην εξωτερική πλευρά των οποίων και κυρίως στα σημεία μεταξύ των ανοιγμάτων τοποθετούνταν σίδερα που αγκιστρώνονταν στο ξύλινο πάτωμα του πρώτου ορόφου, ώστε να συγκρατηθεί η ξύλινη κατασκευή πάνω στη λιθοδομή του ισογείου.
Η κατασκευή του πρώτου ορόφου βασιζόταν πιο πολύ στη χρήση του ξύλου, ενώ ο τοίχος φτιαχνόταν με τρόπο που έκανε το σπίτι ευλύγιστο και σχημάτιζε την «υποδομή» για το πλέξιμο της ξυλοδεσιάς που έδινε στο κτίριο ένα ιδιαίτερο ύφος και ελαφράδα. Τα ενδιάμεσα ανοίγματα που άφηνε η ξυλοδεσιά συμπληρώνονταν με κομμάτια τούβλων ενωμένων με λάσπη από άμμο, ασβέστη και πορσελάνη, που προστάτευαν την πλατιά επιφάνεια του ξύλινου τοίχου από τις σεισμικές δονήσεις, από «κατακρημνίσεις», παραμορφώσεις και καταστροφές. Τέλος τοποθετούνταν η οροφή του σπιτιού, που ήταν κι αυτή ξύλινη.
Υποστυλώματα
Το κτίριο υποστυλωνόταν από το έδαφος του ισογείου μέχρι το πάτωμα του πρώτου ορόφου μ’ ένα δεύτερο ξύλινο σύστημα από κολόνες, οι οποίες τοποθετούνταν σε μικρή απόσταση από τη λίθινη κατασκευή, ώστε να αποφεύγεται η σύγκρουση του ξύλου με τον πέτρινο τοίχο σε περίπτωση σεισμικών δονήσεων. Αυτός ήταν ο λεγόμενος «αντισεισμικός αρμός». Με το βοηθητικό αυτό υποστύλωμα, σε περίπτωση σεισμού μπορούσε να καταρρεύσει από τη δόνηση ο εξωτερικός λίθινος τοίχος του ισογείου, πάντα όμως προς την πλευρά του δρόμου και ποτέ προς το εσωτερικό του κατωγιού. Συχνά οι κάτοικοι φρόντιζαν το πάνω τμήμα να είναι ελαφρύ και το κάλυπταν με λαμαρίνα που βαφόταν σε απαλά χρώματα, τεχνική που διατηρείται μέχρι σήμερα.