Τα όρια της εξ αμελείας ποινικής ευθύνης Επιβλεπόντων Μηχανικών και Τεχνικών Ασφαλείας από εργατικό ατύχημα
Από τον συνδυασμό διεθνών νομοθετικών κειμένων, αλλά και εθνικών συνταγματικών, αστικών, διοικητικών και ποινικών διατάξεων προκύπτει ότι η ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων σε τεχνικά έργα ενέχουν θέση εννόμων αγαθών. Ως τέτοια, η προσβολή τους με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη και υπό περιστάσεις, οι οποίες είναι γνωστές στον τεχνικό και νομικό κόσμο ως «εργατικό ατύχημα» είναι κατ’ αρχήν δυνατόν να προκαλέσει την ενεργοποίηση του ποινικού οπλοστασίου της πολιτείας. Στον χώρο του ποινικού δικαίου, η βλάβη των προαναφερθέντων εννόμων αγαθών ενδέχεται να προκαλέσει ποινική ευθύνη για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας (ΠΚ αρ. 299 σε συνδυασμό με αρ. 28) και της σωματικής βλάβης εξ αμελείας (ΠΚ αρ. 314)[1]. Το παρόν άρθρο ασχολείται με τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης και τον καθορισμό των ορίων της ποινικής ευθύνης του επιβλέποντος μηχανικού και του τεχνικού ασφαλείας, στις περιπτώσεις των εργατικών ατυχημάτων κατά την διάρκεια εκτέλεσης τεχνικών έργων.
Προϋποθέσεις ενεργοποίησης της εξ αμελείας ποινικής ευθύνης
Τα πρώτο, κατά λογική προτεραιότητα, γεγονός του εξωτερικού κόσμου προκειμένου να νομιμοποιείται κατ’ αρχήν η έρευνα περί ύπαρξης ποινικής ευθύνης στα πρόσωπα του Επιβλέποντος Μηχανικού και του Τεχνικού Ασφαλείας είναι η επέλευση της απώλειας ανθρώπινης ζωής ή ο τραυματισμός του ανθρωπίνου σώματος.
Δεύτερον, πρέπει να εκδηλούται εκ μέρους του Επιβλέποντος Μηχανικού (ΕΜ) ή του Τεχνικού Ασφαλείας (ΤΑ) αμέλεια, υπό την έννοια του αρ. 28 ΠΚ. Η σύγχρονη αντίληψη της ποινικής δογματικής σχετικά με την αμέλεια ορίζει, ότι η έλλειψη της προσοχής και μόνον δεν μπορεί να αρκεί για την στοιχειοθέτηση ποινικής ευθύνης[2]. Αντιθέτως, πρέπει αυτή η αφροντιστία, να διαπιστώνεται και ως αντικειμενικώς συντρέχουσα (όχι μόνο ως υπάρχουσα στον ψυχισμό του δράστη) δηλαδή να εκδηλώθηκε υπό την μορφή της παραβίασης μίας συγκεκριμένης υποχρέωσης επιδείξεως επιμελείας, η οποία είχε σκοπό να προστατεύσει το αγαθό της ζωής ή της υγείας που σε κάθε περίπτωση επλήγη. Με άλλα λόγια, για να διαγνωσθεί αμέλεια στο πρόσωπο του ΕΜ ή του ΤΑ, επί εργατικών ατυχημάτων, δεν αρκεί η επίδειξη οποιασδήποτε απροσεξίας εκ μέρους του μηχανικού, αλλά απαιτείται να διαπιστωθεί ότι το βλαπτικό αποτέλεσμα επήλθε επειδή ο μηχανικός δεν φρόντισε να λάβει ένα συγκεκριμένο μέτρο ασφαλείας, που επιβαλλόταν από συγκεκριμένο καθήκον επιμελείας, που υπάρχει προς προστασία του συγκεκριμένου εννόμου αγαθού (π.χ. ζωή ή υγεία), προκειμένου αυτό να μην πληγεί με τον συγκεκριμένο τρόπο που επλήγη. Συμπερασματικά, η σύγχρονη αντίληψη περί αμελείας δεν αρκείται στην γενική διαπίστωση της έλλειψης της προσοχής, ώστε να θεμελιωθεί η ποινική ευθύνη. Απαιτεί απαντήσεις στο ποία συγκεκριμένη μέριμνα δεν ελήφθη, καθώς και στο πόθεν προκύπτει ότι έπρεπε η συγκεκριμένη μέριμνα να ληφθεί.
Με τον τρόπο αυτό, η σύγχρονη αντίληψη[3] είναι συνεπής με ένα αξίωμα που βρίσκεται στην καρδιά της περί δικαίου αντιλήψεως και οριοθετεί την έννοια της αμελείας: ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα ή στην συγκεκριμένη περίπτωση, ότι κανείς δεν υποχρεούται να προβλέπει τα απρόβλεπτα και να αποτρέπει τα αναπόδραστα. Πράττει δηλαδή κατ’ αποτέλεσμα ή φιλοδοξεί να πράξει κάτι αναγκαίο και ευεργετικό για την ελληνική δικαστηριακή πραγματικότητα: οριοθετεί την ποινική ευθύνη των ΕΜ και ΤΑ. Το γεγονός, ότι κάποιο πρόσωπο αναλαμβάνει καθήκοντα ΕΜ ή ΤΑ επί τεχνικού έργου δεν σημαίνει, ότι σε περίπτωση επέλευσης ατυχήματος είναι εκείνο στο οποίο πρέπει οπωσδήποτε να αποδοθούν ποινικές ευθύνες, εφόσον συμβεί κάποιο ατύχημα. Όσο λογικοφανής και αν φαντάζει η αντίληψη ότι για κάθε δυσάρεστο αποτέλεσμα πρέπει κάπου να ευρίσκεται και κάποιος ένοχος, είναι εντούτοις επικίνδυνη, όλως αυταρχική και αντιβαίνει στην συνταγματικώς προστατευμένη αρχή της ενοχής, ότι δηλαδή η ενοχή δεν αρκεί να τεκμαίρεται. Δυστυχώς, τα ελληνικά δικαστήρια, αν και πλέον συχνά διατυπώνουν εν όλω ή εν μέρει την προαναφερθείσα σύγχρονη αντίληψη περί αμελείας, εντούτοις δεν έχουν επιδείξει ακόμα την τόλμη να την εφαρμόσουν με αδιάρρηκτη συνέπεια.
Ουδείς δεν δύναται λοιπόν να ευθύνεται για εκείνα που δεν θα μπορούσε να αποτρέψει, όση προσοχή και αν είχε επιδείξει. Η ποινική όμως ευθύνη εξ αμελείας προϋποθέτει και μη επίδειξη της οφειλομένης προσοχής. Πότε όμως είναι αυτή οφειλομένη και πότε δεν είναι; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνουν κατά προτεραιότητα ο νόμος, ύστερα οι κανόνες της τέχνης και της επιστήμης, που με την σειρά τους συχνά αποτυπώνονται σε διατάξεις με νομοθετική ισχύ και τρίτον οι εκάστοτε περιστάσεις[4].
Όσον αφορά το νόμο, οι κατά περίπτωση υποχρεώσεις επιμελείας των ΕΜ και ΤΑ προκύπτουν από το, ανεύθυνα διατυπωμένο με εκτενή τρόπο, διάσπαρτο και μη ενιαίως κωδικοποιημένο, πλέγμα τυπικών νόμων, κανονιστικών πράξεων, υπουργικών αποφάσεων και κανονισμών εργασίας που αφορούν στην ασφάλεια των εργαζομένων σε τεχνικά έργα. Ενδεικτικά τα καθήκοντα των ΕΜ και ΤΑ, καθώς και ελάχιστες προϋποθέσεις για την ασφάλεια των εργαζομένων καθορίζονται κυρίως από τις διατάξεις του από 17/7-16/8/1923 Ν.Δ. σε συνδυασμό με το Β.∆ 15/12/23-21/01/24, οι οποίες περιγράφουν την υπηρεσία της επίβλεψης – εποπτείας τεχνικών έργων για την κατασκευή των οποίων απαιτείται άδεια από δημόσια αρχή, καθώς και από τις διατάξεις των Π.Δ. 696/74, Π.Δ. 1073/1981 και του Ν.1396/83, με το τελευταίο να αφορά μόνο στα ιδιωτικά έργα.
Κάθε καταδικαστική απόφαση, που αποδίδει ποινική ευθύνη σε ΕΜ και ΤΑ διεκδικώντας εχέγγυα νομιμότητας, πρέπει να διαπιστώνει και να επικαλείται, αφ΄ ενός εκείνη ακριβώς την διάταξη που επιβάλλει συγκεκριμένο καθήκον επιμελείας και αφ’ ετέρου να ορίζει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο αυτή παραβιάστηκε, προτού -επιπλέον- προχωρήσει στην απόδειξη του τρόπου με τον οποίο η συγκεκριμένη παραβίαση προκάλεσε αιτιωδώς το συγκεκριμένο κάθε φορά βλαπτικό αποτέλεσμα. Ακόμα όμως και αν νόμος ορίζει ότι ο ΤΑ οφείλει να γνωστοποιεί τους κινδύνους που ενυπάρχουν στο έργο και να προτείνει μέτρα ασφαλείας, ο δε ΕΜ οφείλει να επιβλέπει την ασφαλή τέλεση των εργασιών, οι παραπάνω δεν μπορεί να ευθύνονται για ατυχήματα που έλαβαν χώρα σε επί μέρους τομείς του έργου, αναφορικά με τους οποίους δεν προσελήφθησαν να παρασχέσουν υπηρεσίες. Κρίσιμες, επομένως, είναι εδώ και οι εκάστοτε αστικές συμβάσεις. Η σύμβαση έργου, μεταξύ κυρίου του έργου και εργολάβου, η σύμβαση μεταξύ εργολάβου και υπεργολάβου, καθώς και οι ατομικές συμβάσεις μεταξύ ΕΜ και ΤΑ με τους δικούς του κάθε φορά εργοδότες είναι αυτές που με την σειρά τους καθορίζουν τους χωρικούς, χρονικούς και βιωτικούς τομείς, από τους οποίους θα ξεκινήσει η έρευνα περί των όποιων ευθυνών των προαναφερθέντων προσώπων. Από τα παραπάνω και σε συνδυασμό με την προπεριγραφείσα ανάγκη ακριβούς προσδιορισμού της νομικής πηγής αλλά και του είδους της εκάστοτε οφειλομένης επιμελείας, προκύπτει ότι η υποχρέωση για τον ΕΜ και τον ΤΑνα είναι επιμελείς δεν είναι ενιαία, αφηρημένη και αδιαίρετη. Αντίθετα είναι η συνέπεια του πλέγματος συγκεκριμένων, στεγανών και διαφορετικών διατάξεων, και καθήκον του ποινικού δικαστή είναι να προσδιορίσει ποία ακριβώς νόμιμη υποχρέωση επιδείξεως επιμελείας, αλλά και από ποιόν[5], παραβιάστηκε κάθε φορά. Με άλλα λόγια οι, πολυάριθμες έστω, περιπτώσεις υποχρέωσης επιδείξεως επιμελείας εκ μέρους των ΕΜ και ΤΑ δεν αποτελούν ενδεικτική, μα αυστηρά περιοριστική παράθεση περιπτώσεων ευθύνης. Έτσι, αν συμβεί ατύχημα, λόγω γεγονότων, την αποτροπή των οποίων δεν ανέθεσε ειδικώς ο νομοθέτης στους ΕΜ και ΤΑ, ουδεμία ευθύνη προκύπτει για αυτούς. Άλλωστε, κάθε γεγονός, με την αποτροπή του οποίου είναι επιφορτισμένος ένας ΕΜ ή ΤΑ εντάσσεται σε κάποιο έργο το οποίο ανέλαβε να παρασχέσει και για το οποίο του επιφυλλάσσεται μία ελάχιστη νόμιμη αμοιβή από τη συμφωνία ή από το νόμο (π.χ. ΠΔ. 696/1974). Αν όμως δεχθούμε, ότι μπορεί να ευθύνεται ποινικά ακόμα και για επέλευση κίνδυνου, τον οποίο ο νομοθέτης δεν τον υποχρέωσε να αποτρέψει, στην ουσία τον επιφορτίζουμε με πρόσθετες υποχρεώσεις επίβλεψης, με εντελώς ασαφές περιεχόμενο και για τις οποίες, αφού δεν περιγράφονται στο νόμο, δεν προβλέπεται και καμία ελάχιστη αμοιβή. Έτσι παραβιάζεται και το πνεύμα του π.δ. 696/1974, ότι «για κάθε έργο ή υπηρεσία που εκτελείται υπάρχει και κάποια ελάχιστη αμοιβη».
Πρέπει να είναι ο Επιβλέπων Μηχανικός πανταχού παρών;
Το ερώτημα έχει ουσιώδη σημασία σχετικά με την θεμελίωση ποινικής ευθύνης για το επελθόν εγκληματικό αποτέλεσμα του ΠΚ 299 σε συνδυασμό με ΠΚ 28, καθώς και του ΠΚ 314. Ως προελέχθη, οι υποχρεώσεις των μηχανικών σχετικά με το μέτρο της επιμελείας τους, πρέπει να αναζητούνται αποκλειστικά και μόνο στο πλέγμα των υποχρεώσεών τους, που καθορίζεται από την ατομική τους συμφωνία ή από το νόμο. Αυτό όμως που προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις (ειδικά άρθρο 111, ΠΔ 1073/1981) είναι ότι ο ΕΜ δεν έχει καμία υποχρέωση διαρκούς φυσικής παρουσίας στον τόπο του έργου και δεν καθίσταται ειδικός ή γενικός εκπρόσωπος του εργοδότη. Αυτό σημαίνει ότι εκ της θέσης του και μόνο δεν δημιουργείται στο πρόσωπό του ένα γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας ή γενικής ευθύνης για οτιδήποτε συμβεί στο εργοτάξιο, εφόσον ο νόμος ειδικώς δεν τον έχει επιφορτίσει με τέτοια ευθύνη. Άλλωστε, από καμία διάταξη νόμου δεν απαγορεύεται στον ΕΜ ή στον ΤΑ να αναλαμβάνουν ταυτοχρόνως την επίβλεψη δύο ή και περισσοτέρων έργων, πράγμα που σημαίνει ότι ο ίδιος ο νομοθέτης ανέχεται σαφώς την μη διαρκή παρουσία των προσώπων αυτών στον τόπο του έργου. Υπό το φως των παραπάνω, σκέψεις όπως αυτή της ΑΠ 1042/08[6], ότι δηλαδή«ο επιβλέπων μηχανικός οικοδομικού έργου, ως εκπρόσωπος του εργοδότη του έργου αυτού, οφείλει, να παρευρίσκεται στο χώρο εκτέλεσής του καθ’ όλη τη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας των διαφόρων συνεργείων, με τα οποία εκτελείται το εν λόγω έργο» προκαλούν προβληματισμό, διότι δεν είναι απαγορευμένο επί οδικού λ.χ. ενδιαφέροντος έργου με πολλά μέτωπα ταυτοχρόνου εξελίξεως από περισσοτέρους εργολάβους σε διαφορετικές χιλιομετρικές θέσεις να υπάρχει ένας μόνο ΕΜ ή και ένας μόνο ΤΑ, οι οποίοι βέβαια δεν είναι δυνατόν να είναι «πανταχού παρόντες». Κατ’ αποτέλεσμα η παραπάνω απόφαση, διευρύνει ανεπίτρεπτα το πεδίο ευθύνης του ΕΜ και τον εξισώνει με τον κύριο του έργου, χωρίς την σαφή σχετική επιθυμία του νομοθέτη. Αν όμως θεωρηθεί ορθή αυτή η διεύρυνση, που κατά την γνώμη του γράφοντος δεν θα έπρεπε, διευρύνονται αναλογικώς και οι περιπτώσεις θεμελίωσης ευθύνης για τον ΕΜ. Ακόμα και αν ο τελευταίος διέγνωσε κάθε δυνατό κίνδυνο επί του έργου και έλαβε κάθε δυνατό μέτρο ασφαλείας, η παραπάνω απόφαση του Αρείου Πάγου ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί προς θεμελίωση μίας αντικειμενικής και άρα ανεπίτρεπτης στον χώρο του ποινικού δικαίου ευθύνης εκ της απουσίας. Η επικινδυνότητα που επιφυλάσσει η προαναφερθείσα νομολογία για την ασφάλεια δικαίου φαίνεται και αλλού. Εφόσον, τάχα, ο ΕΜ είναι υπόχρεος διαρκούς παρουσίας στο έργο, ως εκπρόσωπος του εργοδότη, τι νόημα έχουν όλες οι ειδικότερες νομικές του υποχρεώσεις εν όψει της οιονεί εξίσωσής του με αυτόν; Επί πλέον, τι νόημα έχει ο καταμερισμός εργασιών μεταξύ, ενδεχομένως, περισσοτέρων ΕΜ ή μεταξύ ΕΜ και ΤΑ; Όπως είπαμε προηγουμένως ο καταμερισμός[7] αυτός οριοθετεί, από κοινού με το νόμο, τα πεδία ευθύνης εκάστου. Αν όμως δεχθούμε απαρέγκλιτα την αρεοπαγιτική θέση, τότε κάθε διάκριση ευθυνών τορπιλίζεται και καταλήγουμε στο παράδοξο αποτέλεσμα να ευθύνονται όλοι για όλα.
Οι νομοθετικά καθορισμένες υποχρεώσεις επιμελείας των ΕΜ και ΤΑ πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά.
Ως προελέχθη, ευθύνη εξ αμελείας για τον ΕΜ και ΤΑ μπορεί να στηριχθεί μόνο σε αντικειμενική παραβίαση μίας νομοθετικά καθορισμένης υποχρέωσης επιμελείας. Η απόφαση ΑΠ 1042/08 καταστρώνει μία διασταλτική ερμηνεία των υποχρεώσεων αυτών, δηλαδή διευρύνει το περιεχόμενό τους και καταλήγει στο να θέτει νέες ευθύνες σε αυτούς, εκτός των ήδη ορισμένων. Εφόσον όμως διευρύνονται οι υποχρεώσεις επιμελείας, κατ’ αναλογία διευρύνονται και οι δυνατότητες θεμελίωσης ποινικής ευθύνης για τους ΕΜ και ΤΑ. Είναι δε τόσο ασαφή τα όρια ευθύνης με βάση την ΑΠ 1042/08, ώστε να προκύπτει πολύ μεγάλη ασάφεια ως προς το τι τελικώς επιβάλλεται και τι δεν επιβάλλεται. Στον χώρο του ποινικού δικαίου η διεύρυνση αυτή όμως είναι όλως απαγορευμένη. Ο λόγος προέρχεται από το ίδιο το Σύνταγμα, που ορίζει με το άρθρο 7 παρ. 1 ότι, «[8]Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της..» Έτσι, ο μόνος τρόπος να μην δημιουργούνται νέα εγκλήματα είναι η συσταλτική ερμηνεία των προϋποθέσεων καταδίκης κάποιου για την διάπραξή τους.
Συμπέρασμα
Στον χώρο του ποινικού δικαίου και σε αντίθεση με τον χώρο του αστικού, η έννοια της αντικειμενικής ευθύνης δεν υφίσταται και κάθε ασάφεια ως προς το καθήκον του ΕΜ ή του ΤΑ απομακρύνει από το υποκειμενικό στοιχείο και προσεγγίζει ανεπίτρεπτα το αντικειμενικό. Δεν θα πρέπει σε περιπτώσεις περιστατικών, που πληρούν την αντικειμενική υπόσταση των ΠΚ 314 και ΠΚ 299 σε συνδυασμό με ΠΚ 28, να θεμελιώνεται ποινική ευθύνη για τον Επιβλέποντα Μηχανικό και τον Τεχνικό Ασφαλείας, εφόσον δεν υπήρξε αντικειμενική (εν τοις πράγμασι) παραβίαση μίας νομοθετικά καθορισμένης και πρωταρχικά διεγνωσμένης ως υπαρκτής υποχρέωσης stricto sensu επιμελείας. Η δε παραβίαση αυτή πρέπει αιτιωδώς να προκάλεσε το εγκληματικό αποτέλεσμα, το οποίο με την σειρά του να μην ήταν αναπόφευκτο, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων. Τέλος, οι Επιβλέποντες Μηχανικοί και Τεχνικοί Ασφαλείας είναι υποχρεωμένοι να τηρούν το μέτρο επιμελείας, με το οποίο τους επιφορτίζει ρητώς ο νόμος, η δε υποχρέωση αυτή δεν πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά, αλλά συσταλτικά προς διαφύλαξη της αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών.
Το παρόν δημοσιεύθηκε σε Νομολογία Δημοσίων Έργων και Περιβάλλοντος (ΝΟ.Δ.Ε.ΠΕ, Φαραί Α.Ε.), Τεύχος 3, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2017, σελ. 8
1.Εκτός αυτών και δεδομένου του ότι το εργατικό ατύχημα, πέρα από ποινικό ενδιαφέρον, έχει και αστικό ως αποτελούν αδικοπραξία (ΑΚ αρ. 914), ο παθών του εργατικού ατυχήματος, έχει την αστική αξίωση για χρηματική αποκατάσταση κάθε υλικής – οικονομικής βλάβης που υπέστη εκ του ατυχήματος, καθώς και την αξίωση για χρηματική αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης.
2.Επισημαίνεται ότι η κλασσική ποινικοδογματική αντίληψη περί αμελείας όριζε αυτήν αποκλειστικά ως μορφή υπαιτιότητας. Βλ. (Χωραφάς, Ποινικόν ∆ίκαιον, τ. Α ́, έκδ. Θ ́ [επιμέλεια Κ. Σταμάτη], 1978, 276, Ανδρουλάκης, Ποινικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος, τ. Ι, 2η έκδ., 2005, 309).
3.βλ. Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος «Η Ποινική ευθύνη του επιβλέποντος μηχανικού για ανθρωποκτονία και σωματική βλάβη εξ αμελείας κατά την ελληνική νομοθεσία», ιδίου, Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μερος 2007, Τόμος 1, σελ. 303.
4.βλ. ΑΠ 21/2001, ΠοινΛογ 2001, 60, όπου το τρίπτυχο αυτό αναφέρεται ως οι νομικοί κανόνες, οι συνήθειες των συναλλαγών και η κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική.
5.Από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι τα επι μέρους έργα επίβλεψης, άρα και οι συνεφελκόμενες υποχρεώσεις επιμελείας, δεν μπορούν να επιμεριστούν σε περισσότερα πρόσωπα-μηχανικούς.
6.ΤΝΠ Νόμ. 1168/07
7.Ειδικά στον χώρο του ποινικού δικαίου και με την επιφύλαξη του εκ του νόμου καταμερισμό ευθυνών, ο συμβατικώς συμφωνηθείς καταμερισμός εργασιών, σε περιπτώσεις που υπάρχει συγκλίνουσα δράση περισσοτέρων προσώπων, προκαλεί το αποτέλεσμα, ο καθένας να ευθύνεται μόνο για την υποχρέωση επιμελείας που αυτοτελώς ανέλαβε.
8.Πρόκειται για την αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών (nullum crimen nulla poena sine lege).